-
1 διανυσμα
-
2 ξυμμετρεομαι
1) med. соразмерять, соизмерятьτὰ ἄστρα πρὸς ἄλληλα σ. ἀριθμοῖς Plat. — устанавливать числовые соотношения между небесными светилами
2) med. рассчитывать, исчислять(τὰ διανύσματα Polyb.)
σ. τέν ὥρην τῆς ἡμέρης Her. — вычислять часы суток;ξ. (τὸ τεῖχος) ταῖς ἐπιβολαῖς τῶν πλίνθων Thuc. — подсчитывать высоту стены по слоям кирпичей3) pass. быть соизмеряемым, исчислятьсяἦμαρ ξυμμετρούμενον χρόνῳ (sc. καθήκοντι) Soph. — день, исчисленный по отношению к потребному времени, т.е. сравнение протекшего времени с тем, которое было нужно
4) pass. быть отмериваемымτῷ μακρῷ συμμετρούμενος χρόνῳ Soph. — проживший долгий век;
οἷς ὅ βίος ἐντελευτῆσαι (v. l. ἐνταλαιπωρῆσαι) ξυνεμετρήθη Thuc. — (те), которым суждено было закончить жизнь -
3 συμμετρεομαι
1) med. соразмерять, соизмерятьτὰ ἄστρα πρὸς ἄλληλα σ. ἀριθμοῖς Plat. — устанавливать числовые соотношения между небесными светилами
2) med. рассчитывать, исчислять(τὰ διανύσματα Polyb.)
σ. τέν ὥρην τῆς ἡμέρης Her. — вычислять часы суток;ξ. (τὸ τεῖχος) ταῖς ἐπιβολαῖς τῶν πλίνθων Thuc. — подсчитывать высоту стены по слоям кирпичей3) pass. быть соизмеряемым, исчислятьсяἦμαρ ξυμμετρούμενον χρόνῳ (sc. καθήκοντι) Soph. — день, исчисленный по отношению к потребному времени, т.е. сравнение протекшего времени с тем, которое было нужно
4) pass. быть отмериваемымτῷ μακρῷ συμμετρούμενος χρόνῳ Soph. — проживший долгий век;
οἷς ὅ βίος ἐντελευτῆσαι (v. l. ἐνταλαιπωρῆσαι) ξυνεμετρήθη Thuc. — (те), которым суждено было закончить жизнь
См. также в других словарях:
διανύσματα — διάνυσμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμμική εξάρτηση — Τα διανύσματα x1, x2... xm λέγονται γραμμικώς εξαρτημένα εάν υπάρχει ένα σύνολο αριθμών λ1, λ2 .... λm (όχι όλοι ίσοι με το μηδέν) τέτοιο ώστε να ικανοποιείται η διανυσματική εξίσωση: λ1x1 + .... λm xm = 0. Σε αντίθετη περίπτωση τα διανύσματα… … Dictionary of Greek
ορθογώνιος — Ο όρος χρησιμοποιείται σε πολλές περιπτώσεις στα μαθηματικά, όπως: 1) ο. ευθείες: μια ευθεία (ε1) λέμε ότι είναι ο. με άλλη (ε2), εάν και μόνον εάν οι διευθύνσεις τους είναι κάθετες μεταξύ τους (ο όρος ο. χρησιμοποιείται κυρίως για ασύμβατες… … Dictionary of Greek
συγγραμμικός — ή, ό, Ν φρ. «συγγραμμικά διανύσματα» μαθ. διανύσματα που έχουν τον ίδιο φορέα ή παράλληλους φορείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γραμμή «σειρά, πορεία» + κατάλ. ικός] … Dictionary of Greek
συνεπίπεδος — η, ο, Ν 1. αυτός που κείται στο ίδιο επίπεδο με άλλον («συνεπίπεδες ευθείες») 2. φρ. «συνεπίπεδα διανύσματα» μαθημ. διανύσματα που βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο και, κατ επέκταση, παράλληλα προς ένα επίπεδο … Dictionary of Greek
ανισοτροπία — Όρος της φυσικής που σημαίνει μεταβολή των φυσικών ιδιοτήτων (μηχανικών, θερμικών, οπτικών, μαγνητικών και ηλεκτρικών) μιας ουσίας, ανάλογα με τη διεύθυνση κατά την οποία αυτή εξετάζεται. Η φυσική α. είναι η πιο χαρακτηριστική ιδιότητα των… … Dictionary of Greek
διανυσματικός — ή, ό (Α διανυσματικός, ή, όν) [διάνυσμα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο διάνυσμα ή στα διανύσματα … Dictionary of Greek
δυναμοπολύγωνο — το πολύγωνο δυνάμεων, πολυγωνική γραμμή η οποία έχει πλευρές τα διανύσματα τών δυνάμεων που δρουν σ ένα σώμα … Dictionary of Greek
δύναμη — (Φυσ.). Όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική για να χαρακτηρίσει την αιτία κάθε μεταβολής στην κινητική κατάσταση των σωμάτων ή κάθε παραμόρφωσής τους. Έτσι, υπάρχει, για παράδειγμα, η δ. του βάρους, η ελαστική δ. που ασκείται από ένα… … Dictionary of Greek
παραλληλόγραμμος — η, ο / παραλληλόγραμμος, ον ΝΑ 1. (για επιφάνειες) αυτός που έχει τις απέναντι πλευρές του παράλληλες 2. το ουδ. ως ουσ. το παραλληλόγραμμο μαθημ. τετράπλευρο με τις απέναντι πλευρές του παράλληλες νεοελλ. 1. φρ. α) «νόμος παραλληλογράμμου» μαθημ … Dictionary of Greek
πόλωση — Φαινόμενο χαρακτηριστικό των εγκάρσιων κυμάτων –ιδιαίτερα των φωτεινών– που συνίσταται στην ταλάντωση των κυμάτων κατά ένα ορισμένο επίπεδο, το οποίο περιέχει τη διεύθυνση διάδοσης· το κάθετο επίπεδο προς εκείνο στο οποίο γίνεται η ταλάντωση… … Dictionary of Greek