Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(τὰ διανύσματα

См. также в других словарях:

  • διανύσματα — διάνυσμα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμμική εξάρτηση — Τα διανύσματα x1, x2... xm λέγονται γραμμικώς εξαρτημένα εάν υπάρχει ένα σύνολο αριθμών λ1, λ2 .... λm (όχι όλοι ίσοι με το μηδέν) τέτοιο ώστε να ικανοποιείται η διανυσματική εξίσωση: λ1x1 + .... λm xm = 0. Σε αντίθετη περίπτωση τα διανύσματα… …   Dictionary of Greek

  • ορθογώνιος — Ο όρος χρησιμοποιείται σε πολλές περιπτώσεις στα μαθηματικά, όπως: 1) ο. ευθείες: μια ευθεία (ε1) λέμε ότι είναι ο. με άλλη (ε2), εάν και μόνον εάν οι διευθύνσεις τους είναι κάθετες μεταξύ τους (ο όρος ο. χρησιμοποιείται κυρίως για ασύμβατες… …   Dictionary of Greek

  • συγγραμμικός — ή, ό, Ν φρ. «συγγραμμικά διανύσματα» μαθ. διανύσματα που έχουν τον ίδιο φορέα ή παράλληλους φορείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γραμμή «σειρά, πορεία» + κατάλ. ικός] …   Dictionary of Greek

  • συνεπίπεδος — η, ο, Ν 1. αυτός που κείται στο ίδιο επίπεδο με άλλον («συνεπίπεδες ευθείες») 2. φρ. «συνεπίπεδα διανύσματα» μαθημ. διανύσματα που βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο και, κατ επέκταση, παράλληλα προς ένα επίπεδο …   Dictionary of Greek

  • ανισοτροπία — Όρος της φυσικής που σημαίνει μεταβολή των φυσικών ιδιοτήτων (μηχανικών, θερμικών, οπτικών, μαγνητικών και ηλεκτρικών) μιας ουσίας, ανάλογα με τη διεύθυνση κατά την οποία αυτή εξετάζεται. Η φυσική α. είναι η πιο χαρακτηριστική ιδιότητα των… …   Dictionary of Greek

  • διανυσματικός — ή, ό (Α διανυσματικός, ή, όν) [διάνυσμα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο διάνυσμα ή στα διανύσματα …   Dictionary of Greek

  • δυναμοπολύγωνο — το πολύγωνο δυνάμεων, πολυγωνική γραμμή η οποία έχει πλευρές τα διανύσματα τών δυνάμεων που δρουν σ ένα σώμα …   Dictionary of Greek

  • δύναμη — (Φυσ.). Όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική για να χαρακτηρίσει την αιτία κάθε μεταβολής στην κινητική κατάσταση των σωμάτων ή κάθε παραμόρφωσής τους. Έτσι, υπάρχει, για παράδειγμα, η δ. του βάρους, η ελαστική δ. που ασκείται από ένα… …   Dictionary of Greek

  • παραλληλόγραμμος — η, ο / παραλληλόγραμμος, ον ΝΑ 1. (για επιφάνειες) αυτός που έχει τις απέναντι πλευρές του παράλληλες 2. το ουδ. ως ουσ. το παραλληλόγραμμο μαθημ. τετράπλευρο με τις απέναντι πλευρές του παράλληλες νεοελλ. 1. φρ. α) «νόμος παραλληλογράμμου» μαθημ …   Dictionary of Greek

  • πόλωση — Φαινόμενο χαρακτηριστικό των εγκάρσιων κυμάτων –ιδιαίτερα των φωτεινών– που συνίσταται στην ταλάντωση των κυμάτων κατά ένα ορισμένο επίπεδο, το οποίο περιέχει τη διεύθυνση διάδοσης· το κάθετο επίπεδο προς εκείνο στο οποίο γίνεται η ταλάντωση… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»